Dignity

dig·nity /`dignəti/ ουσ. 1.U› αξιοπρέπεια, επιβλητικότητα: the ~ of labour, η αξιοπρέπεια της εργασίας, lose one's ~, χάνω την αξιοπρέπειά μου. [...]

Oxford English-Greek Learner's Dictionary

Η αξιοπρέπεια της ανθρωπότητας, όση είχε απομείνει τέλος πάντων, εμβολίστηκε το πρωί της Τρίτης, 30 Δεκεμβρίου 2008 στη θάλασσα ανοιχτά της Γάζας από Ισραηλινά πολεμικά πλοία.

Στη χώρα μας πάλι πότε θα φάει μια σφαίρα στο στήθος βράδυ Αγίου Νικολάου, πότε θα της ρίξουν βιτριόλι στο πρόσωπο παραμονή Χριστουγέννων.

Τι να ευχηθώ για το 2009; Κοροϊδία δεν θα 'ναι;

2 σχόλια

Τάδε έφη Ανώνυμος

ακριβώς

Τάδε έφη heinz

Παράλληλα vrennus, η αξιοπρέπεια της ανθρωπότητας ορθώνεται συνέχεια πότε στην Παλαιστίνη και πότε στην Λατινική Αμερική....

Εσείς τι λέτε;